- κορεστικός
- -ή, -ό (Α κορεστικός, -ή, -όν) [κορέννυμι]αυτός που μπορεί να προκαλέσει κορεσμό, χορταστικός.επίρρ...κορεστικώς (Α κορεστικῶς)χορταστικά, άφθονα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χορταστικός — ή, ό / χορταστικός, ή, όν, ΝΜΑ [χορτάζω] αυτός που επιφέρει χορτασμό, κορεστικός νεοελλ. 1. άφθονος («χορταστικό παγωτό») 2. απολαυστικός («χορταστικό θέαμα»). επίρρ... χορταστικά Ν κατά τρόπο χορταστικό … Dictionary of Greek